συψέλιον

συψέλιον
τὸ, Α
βλ. συμψέλιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμψέλιον — και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ 1. θρανίο, εδώλιο 2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια εκκλησιαστικά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”